περιέργου

περιέργου
περίεργος
taking needless trouble
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • ανάπλαση — Ο ανασχηματισμός, η αναμόρφωση, η αναγέννηση, η ανάμνηση. Στην ψυχολογία, α. παραστάσεων ονομάζεται η επιστροφή, η αναδημιουργία στη συνείδηση του ατόμου προγενέστερων παραστάσεων, χωρίς απαραίτητα να επιδρά εξωτερικός ερεθισμός. Η α. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αργκό — (argot). Όρος, προβηγκιανής πιθανώς προέλευσης, ο οποίος υποδηλώνει τη συμβατική και συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούν άτομα ορισμένων κοινωνικών ομάδων για να μη γίνονται αντιληπτά από τους άλλους. Η α. έχει αμυντικό χαρακτήρα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αγίου Νικολάου — Tο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου (Kωνσταντίνου Παλαιολόγου 74, Άγιος Νικόλαος Κρήτης) δημιουργήθηκε το 1970 για να στεγάσει τα πολυάριθμα νέα αρχαιολογικά ευρήματα από τις ανασκαφές της ανατολικής Kρήτης. Στις έξι αίθουσες του μουσείου και… …   Dictionary of Greek

  • Συντίπας — Εξελληνισμένος τύπος του αραβικού Σιντιμπάτ, ονόματος Άραβα ή Ινδού συγγραφέα, στον οποίο αποδίνεται συλλογή μύθων, που κυκλοφόρησαν με τους τίτλους Ιστορικόν Συντίπα του φιλόσοφου, Μυθολογικόν Συντίπα του φιλόσοφου, τα πλείστα περίεργου και Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”